- θυσιάζω
- θυσίασα, θυσιάστηκα, θυσιασμένος1. προσφέρω κάτι ως θυσία σε θεότητα.2. αποστερούμαι κάτι για χάρη κάποιου σκοπού: Θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα. ― Θυσίασε τα πάντα για χάρη της.3. το παθ., θυσιάζομαι σκοτώνομαι, στερούμαι, καταστρέφομαι, προσφέρομαι: Θυσιάστηκε στο βωμό της πατρίδας. – Θυσιάστηκε μια ολόκληρη γενιά για να ζήσουν οι απόγονοί τους καλύτερα. – Θυσιάστηκε για τα παιδιά της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.